Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀντιδάκνω

См. также в других словарях:

  • αντιδάκνω — ἀντιδάκνω (Α) ανταποδίδω δάγκωμα …   Dictionary of Greek

  • ἀντιδάκνει — ἀντιδάκνω bite in turn pres ind mp 2nd sg ἀντιδάκνω bite in turn pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδάκνουσι — ἀντιδάκνω bite in turn pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντιδάκνω bite in turn pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδακεῖν — ἀντιδάκνω bite in turn aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδηξόμενος — ἀντιδάκνω bite in turn fut part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδάκνειν — ἀντιδάκνω bite in turn pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδήξεται — ἀντιδάκνω bite in turn fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»