-
1 αντιγραφή
ἀντιγράφωwrite against: aor subj pass 3rd sgἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres subj mp 2nd sg (doric)ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres subj mp 2nd sg (epic ionic)ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἀντιγραφῆι, ἀντιγραφεύςchecking-masc dat sg (epic ionic)ἀντιγραφήa reply in writing: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀντιγραφῇ
ἀντιγράφωwrite against: aor subj pass 3rd sgἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres subj mp 2nd sg (doric)ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres subj mp 2nd sg (epic ionic)ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἀντιγραφῆι, ἀντιγραφεύςchecking-masc dat sg (epic ionic)ἀντιγραφήa reply in writing: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 αντιγραφή
-
4 ἀντιγραφή
-
5 αντιγραφη
ἥ1) письменный ответ Plut.2) письменное возражение, опровержение Plut.3) записка судебного защитника, встречная жалоба Dem.4) исковая жалоба Plat.5) тяжба Arph.6) Plut. = ἀντίγραφον См. αντιγραφον -
6 ἀντιγραφή
ἀντιγρᾰφ-ή, ἡ,A a reply in writing, such as Caesar's Anticato in reply to Cicero's Cato, Plu.Caes.3,cf.Sol.1,Id.2.1059b, Herm.in Phdr.p.189A.II as law-term, answer put in by the defendant, plea, D.45.46 (where a specimen is found); sts. of the plaintiff's plea, indictment, Pl.Ap. 27c, Hyp.Eux.31:—sts. ἀντιγραφή was used indifferently of both parties, cf. Harp.:—in Ar.Nu. 471, generally, counter-pleas, cf. Poll. 8.58.2 = ἀντίγραφον, Plu.2.577e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιγραφή
-
7 αντιγραφή
η1) переписывание, списывание; 2) копирование, копировка (чертежей); 3) перен. копирование, подражание; 4) плагиат -
8 αντιγραφή
[андиграфи] ουσ. Θ. списывание, переписывание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντιγραφή
-
9 αντιγραφή
[андиграфи] ουσ θ списывание, переписывание. -
10 ἀντιγραφή
-
11 αντιγραφή
calque -
12 αντιγραφή
copyingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αντιγραφή
-
13 copying
αντιγραφή -
14 teksir
αντιγραφή, κοπιάρισμο -
15 αντιγραφήι
ἀντιγραφῇ, ἀντιγράφωwrite against: aor subj pass 3rd sgἀντιγραφῇ, ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres subj mp 2nd sg (doric)ἀντιγραφῇ, ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀντιγραφῇ, ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres subj mp 2nd sg (epic ionic)ἀντιγραφῇ, ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἀντιγραφεύςchecking-masc dat sg (epic ionic)ἀντιγραφῇ, ἀντιγραφήa reply in writing: fem dat sg (attic epic ionic) -
16 ἀντιγραφῆι
ἀντιγραφῇ, ἀντιγράφωwrite against: aor subj pass 3rd sgἀντιγραφῇ, ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres subj mp 2nd sg (doric)ἀντιγραφῇ, ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀντιγραφῇ, ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres subj mp 2nd sg (epic ionic)ἀντιγραφῇ, ἀντιγραφάομαιspend in turn upon: pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἀντιγραφεύςchecking-masc dat sg (epic ionic)ἀντιγραφῇ, ἀντιγραφήa reply in writing: fem dat sg (attic epic ionic) -
17 копировка
-и -θ. αντιγραφή•копировка чертежей αντιγραφή σχεδίων•
копировка картин αντιγραφή εικόνων.
-
18 переписка
переписка ж 1) (набело) η αντιγραφή 2) (корреспонденция) η αλληλογραφία* * *ж1) ( набело) η αντιγραφή2) ( корреспонденция) η αλληλογραφία -
19 переписывание
-я ουδ.αντιγραφή•переписывание ролей αντιγραφή των ρόλων.
-
20 αντιγραψις
См. также в других словарях:
ἀντιγραφή — a reply in writing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιγραφή — η 1. το να αντιγράφει κανείς: Ξόδεψε αρκετή ώρα για την αντιγραφή του κειμένου. 2. απομίμηση: Ο πίνακάς του ουσιαστικά ήταν αντιγραφή έργου άλλου ζωγράφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιγραφή — η (AM ἀντιγραφή) η ακριβής μεταφορά του περιεχομένου ενός κειμένου νεοελλ. (για έργα τέχνης) πιστή απομίμηση αρχ. 1. γραπτή απάντηση σε γράμμα 2. απολογία κατηγορουμένου 3. έγγραφη κατηγορία, καταγγελία 4. αναίρεση, ανασκευή 5. αντίγραφο … Dictionary of Greek
ἀντιγραφῇ — ἀντιγράφω write against aor subj pass 3rd sg ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres subj mp 2nd sg (doric) ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres subj mp 2nd sg (epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφῆι — ἀντιγραφῇ , ἀντιγράφω write against aor subj pass 3rd sg ἀντιγραφῇ , ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres subj mp 2nd sg (doric) ἀντιγραφῇ , ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀντιγραφῇ , ἀντιγραφάομαι spend in… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Письменное возражение — • Άντιγραφή, возражение обвиняемого против обвинения; αντιγράφεσθαι, заявлять возражение, которое должно было быть подтверждаемо посредством αντωμοσία; ср. Iudicia, Судопроизводство, 6. Άντιγραφή называется и возражение против… … Реальный словарь классических древностей
ἀντιγραφαῖς — ἀντιγραφή a reply in writing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφαί — ἀντιγραφή a reply in writing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφήν — ἀντιγραφή a reply in writing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφῶν — ἀντιγραφή a reply in writing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη … Dictionary of Greek