-
1 αντεχαρίσατο
-
2 ἀντεχαρίσατο
См. также в других словарях:
ἀντεχαρίσατο — ἀντιχαρίζομαι show kindness in return aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αντεχαρίσατο
2 ἀντεχαρίσατο
ἀντεχαρίσατο — ἀντιχαρίζομαι show kindness in return aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)