Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀντερείσει

См. также в других словарях:

  • ἀντερείσει — ἀντέρεισις thrusting against fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντερείσεϊ , ἀντέρεισις thrusting against fem dat sg (epic) ἀντέρεισις thrusting against fem dat sg (attic ionic) ἀντερείδω set firmly against aor subj act 3rd sg (epic) ἀντερείδω set …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίκλασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [περικλώ] κυκλική κάμψη, συστροφή αρχ. 1. κάμψη, λύγισμα 2. (για στρατό) περιστροφή σε σχήμα τόξου 3. κυκλική, πλήρης ανάκλαση («λάμπειν μὲν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῡ αἰθέρος», Λυσ.) 4. (για άνεμο) αλλαγή διεύθυνσης, πορείας 5.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»