-
1 αντεπιλαμβανομαι
ухватываться с другой стороны(ὅ δὲ ἀνείλετο - ὅ δ΄ ἀντεπελάβετο Luc.)
См. также в других словарях:
αντεπιλαμβάνομαι — ἀντεπιλαμβάνομαι (Α) κρατώ, πιάνω και εγώ από το άλλο μέρος … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek