-
1 αντεπαφιημι
-
2 ἀντεπαφίημι
ἀντεπ-αφίημι [φῐ],Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντεπαφίημι
-
3 ἀντεπαφίημι
ἀντ-επ-αφ-ίημι, dagegen, gegen einen Feind loslassen -
4 αντεπαφείναι
-
5 ἀντεπαφεῖναι
См. также в других словарях:
αντεπαφίημι — ἀντεπαφίημι (Α) εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου … Dictionary of Greek
ἀντεπαφεῖναι — ἀντεπαφίημι let go aor inf act ἀντεπαφίημι let go aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek