Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀντεπαφίημι

См. также в других словарях:

  • αντεπαφίημι — ἀντεπαφίημι (Α) εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου …   Dictionary of Greek

  • ἀντεπαφεῖναι — ἀντεπαφίημι let go aor inf act ἀντεπαφίημι let go aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»