-
1 αντεξερχομαι
См. также в других словарях:
αντεξέρχομαι — ἀντεξέρχομαι (Α) εξέρχομαι εναντίον κάποιου που βαδίζει εναντίον μου … Dictionary of Greek
ἀντέξελθε — ἀντεξέρχομαι aor imperat act 2nd sg ἀντεξέρχομαι aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀντεξέρχομαι aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεξελθόντες — ἀντεξέρχομαι aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντέξειμι — ἀντέξειμι (Α) αντεξέρχομαι* … Dictionary of Greek