-
1 ανταποστελλω
1) посылать обратно, отражать(ἀνακλάσεις Plut.)
2) посылать взамен(ἄλλους ὁμήρους Polyb.)
3) посылать в ответ(τῶν ῥητόρων τινάς Luc.)
-
2 ανταποστέλλω
(αόρ. ανταπέστειλα) μετ.1) посылать взамен; 2) возвращать, отсылать обратно -
3 ἀνταποστέλλω
V 0-1-0-0-0=1 1 Kgs 21(20),10to send back; neol.? -
4 ἀνταποστέλλω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνταποστέλλω
-
5 ἀνταποστέλλω
См. также в других словарях:
ανταποστέλλω — ἀνταποστέλλω (AM) μσν. στέλνω πίσω, επιστρέφω αρχ. 1. ανταλλάσσω 2. παραπέμπω για δεύτερη φορά … Dictionary of Greek