-
1 αντακαίου
-
2 ἀντακαίου
-
3 сёмужий
-ья, -ьеεπ.του αντακαίου•-ая икра τάριχος αντακαιου, χαβιάρι.
См. также в других словарях:
ἀντακαίου — ἀντακαί̱ου , ἀντακαῖος sturgeon masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)