-
1 ἀντί-φερνα
ἀντί-φερνα (φέρνη), τά, Gegengeschenk des Bräutigams an die Braut.
-
2 ἀντίφερνα
См. также в других словарях:
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek