-
1 ἀντίξοος
A opposed to, adverse,ἐλπόμενοι οὐδέν σφι φανήσεσθαι ἀντίξοον Hdt.7.218
, cf. 6.50;τὸ.. τοῖσι Σκύθῃσι ἀ. 4.129
;στρατὸν.. ἀ. Πέρσῃσι 6.7
:—abs., ;δοῦρα ἀ. γόμφοις A.R.2.79
; opposition,Hdt.
1.174;τὸ ἀ. συμφέρον Heraclit.8
; of diseases and remedies, Aret.SA2.4, CA2.1. Adv. in hostile spirit,Philostr.
VA 7.36.II τὸ ἀ. the opposite side of the compass, Placit.2.12.1. (Prob. from ξέω 'hew'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίξοος
См. также в других словарях:
ξοός — ξοός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο τού ξέω*. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί ξοος, ἀντί ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔ ξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β συνθετικό … Dictionary of Greek