-
1 ἀντί-κοψις
ἀντί-κοψις, ἡ, das Entgegenstoßen, ἀνέμων Theo Phr.
-
2 ἀντίκοψις
См. также в других словарях:
κόψη — η [κόβω] 1. η ενέργεια τού κόβω, τμήση, κοπή 2. η ακμή κοφτερού εργαλείου («σέ γνωρίζω από την κόψη τού σπαθιού την τρομερή», Σολωμ. Εθν. Ύμν.) 3. η κατατομή, η εξωτερική εμφάνιση («έχει αετήσια κόψη») 4. η γραμμή συνάντησης τών δύο πλευρών… … Dictionary of Greek