-
1 ἀντί-κλεις
ἀντί-κλεις, ειδος, ἡ, dasselbe, Poll. 10, 22; Clem. Alex.
-
2 ἀντίκλειθρον
ἀντί-κλειθρον, ἀντί-κλεις, Gegen-, Nachschlüssel -
3 ἀντίκλεις
ἀντί-κλειθρον, ἀντί-κλεις, Gegen-, Nachschlüssel
См. также в других словарях:
ημίκλεις — ἡμίκλεις, ὁ, ἡ (Μ) (για πύλες πόλης, φρουρίου κ.λπ.) ημίκλειστος, μισοκλεισμένος ή φαινομενικά κλειστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλεις (< κλείω), πρβλ. αντί κλεις, κατά κλεις] … Dictionary of Greek