-
1 ἀντιτεχνάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιτεχνάζω
-
2 ἀντιτεχνάομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιτεχνάομαι
-
3 ἀντιτεχνέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιτεχνέω
-
4 ἀντιτέχνησις
A counter-manoeuvring, emulation, Th.7.70, D.H.14.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιτέχνησις
-
5 ἀντιτεχνίτης
A professional rival, Gal.5.655.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιτεχνίτης
-
6 ἀντίτεχνος
ἀντίτεχν-ος, ον,A rival in an art or craft, Ar.Ra. 816, Pl.R. 493a, etc.; , cf. Lg. 817b;ἀ. καὶ ὁμότεχνος τοῖς ποιηταῖς D.Chr.12.46
: c. gen.,τῆς μαγγανείας αὐτοῦ Luc.Alex.43
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίτεχνος
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский