-
1 αντίρρησις
-
2 ἀντίρρησις
-
3 ἀντίρρησις
-εως ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Eccl 8,11controversy, contradiction; neol.? -
4 ἀντίρρησις
A gainsaying, altercation,ἀ. γίγνεταί τινι πρός τινα περί τινος Plb.2.7.7
; controversy, Gal.Phil.Hist.24 D.; refutation of, D.S.1.38, J.Ap.2.1, Hermog.Id.1.8, Gal.1.131; counter-statement, POxy.68.11 (ii A. D.); reply, Phld.Rh.1.384S., al., Sign.7, cf. 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίρρησις
-
5 αντιρρήσει
ἀντίρρησιςgainsaying: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀντιρρήσεϊ, ἀντίρρησιςgainsaying: fem dat sg (epic)ἀντίρρησιςgainsaying: fem dat sg (attic ionic)ἀντιρρέωflow: aor subj act 3rd sg (epic)ἀντιρρέωflow: fut ind mid 2nd sgἀντιρρέωflow: fut ind act 3rd sgἀ̱ντιρρήσει, ἀντιρρέωflow: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀ̱ντιρρήσει, ἀντιρρέωflow: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
6 ἀντιρρήσει
ἀντίρρησιςgainsaying: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀντιρρήσεϊ, ἀντίρρησιςgainsaying: fem dat sg (epic)ἀντίρρησιςgainsaying: fem dat sg (attic ionic)ἀντιρρέωflow: aor subj act 3rd sg (epic)ἀντιρρέωflow: fut ind mid 2nd sgἀντιρρέωflow: fut ind act 3rd sgἀ̱ντιρρήσει, ἀντιρρέωflow: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀ̱ντιρρήσει, ἀντιρρέωflow: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
7 αντιρρήσεις
ἀντίρρησιςgainsaying: fem nom /voc pl (attic epic)ἀντίρρησιςgainsaying: fem nom /acc pl (attic)ἀντιρρέωflow: aor subj act 2nd sg (epic)ἀντιρρέωflow: fut ind act 2nd sgἀ̱ντιρρήσεις, ἀντιρρέωflow: futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
8 ἀντιρρήσεις
ἀντίρρησιςgainsaying: fem nom /voc pl (attic epic)ἀντίρρησιςgainsaying: fem nom /acc pl (attic)ἀντιρρέωflow: aor subj act 2nd sg (epic)ἀντιρρέωflow: fut ind act 2nd sgἀ̱ντιρρήσεις, ἀντιρρέωflow: futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
9 αντιρρήσεσι
-
10 ἀντιρρήσεσι
-
11 αντιρρήσεσιν
-
12 ἀντιρρήσεσιν
-
13 αντιρρήσεων
-
14 ἀντιρρήσεων
-
15 αντιρρήσεως
-
16 ἀντιρρήσεως
-
17 αντίρρησιν
-
18 ἀντίρρησιν
-
19 εἰδικός
A specific, opp.γενικός, ὄνομα D.T.636.14
, A.D.Synt.230.11 ([comp] Sup.), cf. Porph.Intr.4.16 ([comp] Sup.), al.;ἀντίρρησις S.E.M.1.39
([comp] Comp.);ἀρεταί Phld.D.3
Fr.82, cf. Ph.1.140;τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰ. τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.Sign.Fr.2
;αἰσθήσεις Placit.4.10.1
; εἰδικώτατον, τό, = Lat. infima species, Stoic.3.214, cf. Dam.Pr.87. Adv. - specifically.Stoic.
2.77, Dsc.5.75.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδικός
См. также в других словарях:
ἀντίρρησις — gainsaying fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρήσει — ἀντίρρησις gainsaying fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιρρήσεϊ , ἀντίρρησις gainsaying fem dat sg (epic) ἀντίρρησις gainsaying fem dat sg (attic ionic) ἀντιρρέω flow aor subj act 3rd sg (epic) ἀντιρρέω flow fut ind mid 2nd sg ἀντιρρέω flow… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρήσεις — ἀντίρρησις gainsaying fem nom/voc pl (attic epic) ἀντίρρησις gainsaying fem nom/acc pl (attic) ἀντιρρέω flow aor subj act 2nd sg (epic) ἀντιρρέω flow fut ind act 2nd sg ἀ̱ντιρρήσεις , ἀντιρρέω flow futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρήσεσι — ἀντίρρησις gainsaying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρήσεσιν — ἀντίρρησις gainsaying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίρρησιν — ἀντίρρησις gainsaying fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФАВОРИН — ФАВОРИН (Φαβωρΐνος) из Арелаты (совр. Арль, ок. 85 155 н. э.), греческий ритор, представитель т. н. «второй софистики», и писатель, близкий традиции академического скептицизма. Согласно Суде, жил во времена имп. Траяна, Адриана и Марка… … Античная философия
Тайная история — Ἀνέκδοτα Historia Arcana, Тайная ист … Википедия
αντίρρηση — η (AM ἀντίρρησις) [ρήσις] αντιλογία, έκφραση διαφορετικής γνώμης αρχ. απάντηση … Dictionary of Greek
Ζαχαρίας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου, ιερέας στον ναό της Ιερουσαλήμ, όταν ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας ο Ηρώδης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ενώ εφημέρευε στον ναό, είδε σε όραμα τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο… … Dictionary of Greek
Μετοχίτης, Γεώργιος — (; – 1328). Θεολόγος και διπλωμάτης. Υπήρξε θερμός υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, ενώ στα συγγράμματά του εναντιώθηκε με κάθε τρόπο στους αντιπάλους της. Όταν ο πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος καθαιρέθηκε (Ιανουάριος, 1283) ο Μ. εξορίστηκε στο… … Dictionary of Greek