-
1 ἀντί-ξοος
См. также в других словарях:
ἀντίξους — ἀντίξοος opposed to masc/fem nom pl ἀντίξοος opposed to masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίξοος — η, ο (Α ἀντίξοος, οον κ. ἀντίξους, ουν) ενάντιος, αντίθετος, εχθρικός νεοελλ. φρ. «αντίξοες περιστάσεις» δυσκολίες, αναποδιές αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίξοον η αντίθετη πλευρά 2. φρ. «δοῡρα ἀντίξοα» πελεκημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να… … Dictionary of Greek