-
1 ἀντίδουπος
ἀντίδουπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίδουπος
-
2 αντίδουπον
-
3 ἀντίδουπον
-
4 αντίδουπα
-
5 ἀντίδουπα
См. также в других словарях:
αντίδουπος — ἀντίδουπος, ον (Α) αυτός που αντηχεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + δούπος «βαρύς υπόκωφος κρότος, γδούπος»] … Dictionary of Greek
ἀντίδουπον — ἀντίδουπος re echoing masc/fem acc sg ἀντίδουπος re echoing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίδουπα — ἀντίδουπος re echoing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)