-
1 ανοίξεως
-
2 ἀνοίξεως
См. также в других словарях:
ἀνοίξεως — ἀνοίξεω̆ς , ἄνοιξις opening fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ostattika — Präfekturbezirk Ostattika (1972–2010) Νομαρχία Ανατολικής Αττικής Basisdaten (April 2010)[1] … Deutsch Wikipedia
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… … Dictionary of Greek
εαρινός — ή, ό (AM ἐαρινός, ή, όν Α και εἰαρινός, ή, όν και ἠρινός, ή, όν) [έαρ] ανοιξιάτικος αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) ἐαρινόν την εποχή τής ανοίξεως … Dictionary of Greek
τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… … Dictionary of Greek