-
1 ανοίξεων
-
2 ἀνοίξεων
См. также в других словарях:
ἀνοίξεων — ἀνοίξεω̆ν , ἄνοιξις opening fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανοίξεων
2 ἀνοίξεων
ἀνοίξεων — ἀνοίξεω̆ν , ἄνοιξις opening fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)