Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνοίκτιστος

См. также в других словарях:

  • ανοίκτιστος — ἀνοίκτιστος, ον (Α) 1. ο άκλαυτος, αυτός που δεν τον θρήνησαν 2. ο ανοικτίρμων, ο ανηλεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + οίκτιστος «ο πολύ αξιοθρήνητος» (ανώμ. υπερθετ. του οικτρός)] …   Dictionary of Greek

  • ἀνοίκτιστος — unmourned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικτίστως — ἀνοίκτιστος unmourned adverbial ἀνοίκτιστος unmourned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοίκτιστον — ἀνοίκτιστος unmourned masc/fem acc sg ἀνοίκτιστος unmourned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικτίστοις — ἀνοίκτιστος unmourned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»