-
1 ανοίκτιστος
-
2 ἀνοίκτιστος
-
3 ανοικτιστος
-
4 ἀνοίκτιστος
ἀνοίκτιστος, ον,II [voice] Act., pitiless,Περσεφόνης θάλαμοι IG2.3765
(Supp.p.283). Adv. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοίκτιστος
-
5 ἀνοίκτιστος
-
6 ανοικτίστως
-
7 ἀνοικτίστως
-
8 ανοίκτιστον
-
9 ἀνοίκτιστον
-
10 ανοικτίστοις
-
11 ἀνοικτίστοις
См. также в других словарях:
ανοίκτιστος — ἀνοίκτιστος, ον (Α) 1. ο άκλαυτος, αυτός που δεν τον θρήνησαν 2. ο ανοικτίρμων, ο ανηλεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + οίκτιστος «ο πολύ αξιοθρήνητος» (ανώμ. υπερθετ. του οικτρός)] … Dictionary of Greek
ἀνοίκτιστος — unmourned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικτίστως — ἀνοίκτιστος unmourned adverbial ἀνοίκτιστος unmourned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοίκτιστον — ἀνοίκτιστος unmourned masc/fem acc sg ἀνοίκτιστος unmourned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικτίστοις — ἀνοίκτιστος unmourned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)