Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνοσιότης

См. также в других словарях:

  • ἀνοσιότης — unholiness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιότητα — ἀνοσιότης unholiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιότητι — ἀνοσιότης unholiness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιότητος — ἀνοσιότης unholiness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοσιότητα — η (AM ἀνοσιότης) η ιδιότητα του ανόσιου, ασέβεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»