-
1 ανοσιουργίας
ἀνοσιουργίᾱς, ἀνοσιουργίαimpiety: fem acc plἀνοσιουργίᾱς, ἀνοσιουργίαimpiety: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἀνοσιουργίας
ἀνοσιουργίᾱς, ἀνοσιουργίαimpiety: fem acc plἀνοσιουργίᾱς, ἀνοσιουργίαimpiety: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 πταῖσμα
A stumble, trip, false step, mistake, Thgn. 1222 (pl.); of a horse, Plu.2.549c, etc.; in writing, Longin.33.4 (pl.).II failure, misfortune, euphem. for defeat,ἢν σφέας καταλάβῃ π. πρὸς τὸν Πέρσην Hdt.7.149
; συμβαίνει π. [τινί] D.10.13, cf. Aeschin.3.164; ἄν τι γένηται π. D.Ep.3.18; τὸ τῆς τύχης π. Phld. Vit.p.22J.;περὶ τὴν ναυμαχίαν D.S.11.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πταῖσμα
См. также в других словарях:
ἀνοσιουργίας — ἀνοσιουργίᾱς , ἀνοσιουργία impiety fem acc pl ἀνοσιουργίᾱς , ἀνοσιουργία impiety fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)