Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνορία

См. также в других словарях:

  • φυξανορία — ἡ, Α η άρνηση για γάμο, η αποφυγή τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ ι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + ανορία (< ᾱνωρ < ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. εὐ ανορία. Η λ. αποτελεί διόρθωση του τ. φυξάνοραν (βλ. φυξάνωρ)] …   Dictionary of Greek

  • Ognvs — OGNVS, Pier. ad eiusd. Aen. X. v. 198. war des Tyberis und der Manto, einer Tochter des Tiresias, oder auch, nach andern, des Aulestes Sohn, und wird von einigen für den Erbauer der Stadt Mantua, nach andern aber, der Stadt Cesena angegeben. Serv …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ανόρεος — ἀνόρεος, α, ον (Α) ανδρικός, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνορέη (δωρ. ανορέα, αιολ. *ᾱνορέα < ανορία < ανήρ), ποιητ. τ. αντί ανδρεία] …   Dictionary of Greek

  • ηνορέη — ἠνορέη, δωρ. τ. ἀνορέα, ἡ (Α) 1. ανδρεία, θάρρος («ἠνορέη πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ανδρική ομορφιά 3. δύναμη («ὕδατος ἠνορέη», Αιλ.) 4. πληθ. αἱ ἠνορέαι έπαινοι τής ανδρείας («ἀνορεαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῑς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»