-
1 ἀνονείδιστος
ἀνονείδιστος, ον,A irreproachable, Nic.Dam.p.119D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνονείδιστος
-
2 ανονειδίστως
ἀνονείδιστοςirreproachable: adverbialἀνονείδιστοςirreproachable: masc /fem acc pl (doric) -
3 ἀνονειδίστως
ἀνονείδιστοςirreproachable: adverbialἀνονείδιστοςirreproachable: masc /fem acc pl (doric) -
4 ανονείδιστα
-
5 ἀνονείδιστα
-
6 ἀνονειδίστως
ἀνονειδίστως adv. fr. ἀνονείδιστος (Nicol. Dam.: 90 Fgm. 130, 62 p. 403, 14 Jac. ἀνονείδιστα) without reproaching w. ἀδιστάκτως: χορηγεῖν τινι Hs 9, 24, 2.—DELG s.v. ὄνειδος.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀνονειδίστως
См. также в других словарях:
ανονείδιστος — η, ο (Μ ἀνονείδιστος, ον) 1. αυτός που κανείς δεν μπορεί να ονειδίσει, να κατηγορήσει, άμεμπτος, άψογος 2. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν του έγινε επίπληξη … Dictionary of Greek
ἀνονειδίστως — ἀνονείδιστος irreproachable adverbial ἀνονείδιστος irreproachable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνονείδιστα — ἀνονείδιστος irreproachable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)