Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀνονείδιστος

См. также в других словарях:

  • ανονείδιστος — η, ο (Μ ἀνονείδιστος, ον) 1. αυτός που κανείς δεν μπορεί να ονειδίσει, να κατηγορήσει, άμεμπτος, άψογος 2. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν του έγινε επίπληξη …   Dictionary of Greek

  • ἀνονειδίστως — ἀνονείδιστος irreproachable adverbial ἀνονείδιστος irreproachable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνονείδιστα — ἀνονείδιστος irreproachable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»