-
1 ανομοιομερές
ἀνομοιομερήςconsisting of unlike parts: masc /fem voc sgἀνομοιομερήςconsisting of unlike parts: neut nom /voc /acc sg -
2 ἀνομοιομερές
ἀνομοιομερήςconsisting of unlike parts: masc /fem voc sgἀνομοιομερήςconsisting of unlike parts: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἀνομοιομερές — ἀνομοιομερής consisting of unlike parts masc/fem voc sg ἀνομοιομερής consisting of unlike parts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek