-
1 ανομβρία
ἀνομβρίᾱ, ἀνομβρίαwant of rain: fem nom /voc /acc dualἀνομβρίᾱ, ἀνομβρίαwant of rain: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀνομβρίᾱͅ, ἀνομβρίαwant of rain: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ανομβρια
-
3 ἀνομβρία
Βλ. λ. ανομβρία -
4 ἀνομβρίᾳ
Βλ. λ. ανομβρία -
5 ανομβρία
η засуха -
6 ανομβρία
[аномвриа] ома. Θ. засуха.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανομβρία
-
7 ανομβρία
[аномвриа] ома. Θ. засуха. -
8 ἀνομβρία
ἀνομβρ-ία, ἡ,A want of rain, Arist.HA 606b20, D.S.1.29, J.AJ8.13.2, Ph.2.383: metaph., [τὴν παίδευσιν] οὔτε ὄμβρος οὔτε ἀ. ἀφαιρεῖται Antipho Soph.60
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνομβρία
-
9 ἀνομβρία
-
10 ανομβρίας
ἀνομβρίᾱς, ἀνομβρίαwant of rain: fem acc plἀνομβρίᾱς, ἀνομβρίαwant of rain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἀνομβρίας
ἀνομβρίᾱς, ἀνομβρίαwant of rain: fem acc plἀνομβρίᾱς, ἀνομβρίαwant of rain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 засуха
-
13 ανομβρίαι
-
14 ἀνομβρίαι
-
15 ανομβρίαν
-
16 ἀνομβρίαν
-
17 ἀ-ομβρία
-
18 засуха
η ξηρασία, η ανομβρία, η λειψυδρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засуха
-
19 засуха
засухаж ἡ ξηρασία, ἡ ἀνεβροχιἀ, ἡ ἀνομβρία. -
20 ανομβρίαις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνομβρία — ἀνομβρίᾱ , ἀνομβρία want of rain fem nom/voc/acc dual ἀνομβρίᾱ , ἀνομβρία want of rain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομβρίᾳ — ἀνομβρίᾱͅ , ἀνομβρία want of rain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανομβρία — η (Α ἀνομβρία) [άνομβρος] έλλειψη βροχής, ξηρασία, αναβροχιά … Dictionary of Greek
ανομβρία — η η αναβροχιά, η έλλειψη βροχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνομβρίας — ἀνομβρίᾱς , ἀνομβρία want of rain fem acc pl ἀνομβρίᾱς , ἀνομβρία want of rain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομβρίαι — ἀνομβρίᾱͅ , ἀνομβρία want of rain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομβρίαν — ἀνομβρίᾱν , ἀνομβρία want of rain fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομβρίαις — ἀνομβρία want of rain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αβρεξιά — η [άβρεχτος] 1. έλλειψη βροχής, ανομβρία, αβροχιά 2. το να μην έχει βραχεί κάποιος ή κάτι … Dictionary of Greek
αβροχιά — και αναβροχιά, η (Α ἀβροχία) [άβροχος] έλλειψη βροχής, ανομβρία, ανυδρία, ξηρασία … Dictionary of Greek