-
1 ανομβρήεντος
-
2 ἀνομβρήεντος
См. также в других словарях:
ἀνομβρήεντος — ἀνομβρήεις rainy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανομβρήεντος
2 ἀνομβρήεντος
ἀνομβρήεντος — ἀνομβρήεις rainy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)