-
1 ἀνα-κωχή
ἀνα-κωχή, ἡ (nach alten Gramm. ἀνοκωχή, richtiger gebildete Form von ἔχω, für das nach Moeris hellenistische ἀνοχή, B. A. 406, die sich auch in einigen mss. findet), Hemmung, Waffenstillstand, Thuc. 1, 66, δι' ἀνακωχῆς γενέσϑαι τινί, mit einem Waffenstillstand gemacht haben, neben ἔνσπονδον εἶναι, 1, 40 u. öfter. Der Unterschied, den Ammon. macht, ἀνακωχὴ ἡ ἐπὶ τῶν νεῶν ἀναχώρησις, ἀνοκωχὴ ἀνοχὴ μικρὰ πολέμου, läßt sich wenigstens nicht nachweisen.
См. также в других словарях:
ανοκωχή — ἀνοκωχή, η (Α) 1. παύση, ανάπαυλα, διάλειμμα 2. πρόσκαιρη παύση του πολέμου, ανακωχή 3. εμπόδιο, κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οκωχή (αντί οχή < έχω, με αναδιπλ.). Ο τ. ανοκωχή αντί ανοχή, με αναδιπλ. (πρβλ. όκωχα, άχρ. πρκ. του έχω). Ο τ.… … Dictionary of Greek
ἀνοκωχῇ — ἀνοκωχή stay fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοκωχή — stay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχαῖς — ἀνοκωχή stay fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχαί — ἀνοκωχή stay fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχή — ἀνοκωχή stay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχήν — ἀνοκωχή stay fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοκωχῆς — ἀνοκωχή stay fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοκωχήν — ἀνοκωχή stay fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να … Dictionary of Greek
ανοκωχεύω — ἀνοκωχεύω (Α) [ανοκωχή] 1. (μτβ.) αναχαιτίζω, τραβώ πίσω, εμποδίζω, σταματώ 2. (ως ναυτ. όρος) ανακόπτω την πορεία του πλοίου, το σταματώ στα ανοιχτα 3. (αμτβ. για ανθρώπους) σταματώ για λίγο τον πόλεμο, ησυχάζω … Dictionary of Greek