-
1 ανοικείωτα
-
2 ἀνοικείωτα
См. также в других словарях:
ἀνοικείωτα — ἀνοικείωτος not to be adapted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοικείωτος — ἀνοικείωτος, ον (Α) [οικειώ] ο άσχετος, ο ξένος («ἀνοικείωτα ἀλλήλοις» Μ. Αντωνίνος) … Dictionary of Greek