Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνιχνεύσεις

  • 1 ανιχνεύσεις

    ἀνίχνευσις
    tracing out: fem nom /voc pl (attic epic)
    ἀνίχνευσις
    tracing out: fem nom /acc pl (attic)
    ἀνιχνεύω
    track: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἀνιχνεύω
    track: fut ind act 2nd sg
    ἀ̱νιχνεύσεις, ἀνιχνεύω
    track: futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
    ἀνιχνεύω
    track: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἀνιχνεύω
    track: fut ind act 2nd sg
    ἀνῑχνεύσεις, ἀνιχνεύω
    track: futperf ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > ανιχνεύσεις

  • 2 ἀνιχνεύσεις

    ἀνίχνευσις
    tracing out: fem nom /voc pl (attic epic)
    ἀνίχνευσις
    tracing out: fem nom /acc pl (attic)
    ἀνιχνεύω
    track: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἀνιχνεύω
    track: fut ind act 2nd sg
    ἀ̱νιχνεύσεις, ἀνιχνεύω
    track: futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
    ἀνιχνεύω
    track: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἀνιχνεύω
    track: fut ind act 2nd sg
    ἀνῑχνεύσεις, ἀνιχνεύω
    track: futperf ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἀνιχνεύσεις

См. также в других словарях:

  • ἀνιχνεύσεις — ἀνίχνευσις tracing out fem nom/voc pl (attic epic) ἀνίχνευσις tracing out fem nom/acc pl (attic) ἀνιχνεύω track aor subj act 2nd sg (epic) ἀνιχνεύω track fut ind act 2nd sg ἀ̱νιχνεύσεις , ἀνιχνεύω track futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόστολος — Όνομα τριών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 1. Α. Παπακωνσταντίνου,(Αλμυρός Βόλου 1924 –). Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1950 χειροτονήθηκε …   Dictionary of Greek

  • επώθηση — Η μετατόπιση των πετρωμάτων και η επικάθηση ενός μέρους του στερεού φλοιού της Γης πάνω σε ένα άλλο. Η επιφάνεια όπου συμβαίνει η ε. είναι μία ρωγμή, κατά μήκος της οποίας τα πετρώματα που βρίσκονται στις αντίθετες πλευρές της ολισθαίνουν και… …   Dictionary of Greek

  • κορβέτα — Πολεμικό ιστιοφόρο με τρία κατάρτια και τετράγωνα ιστία. Ευκίνητη, γρήγορη και μικρότερη από τη φρεγάτα, η κ. χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα μεμονωμένα για εξερευνήσεις ή για ταξίδια και, ως τμήμα ναυτικής μοίρας, για την αναμετάδοση σημάτων. Είχε… …   Dictionary of Greek

  • οξυγόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ο· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 8, ατομικό βάρος 16, τρία σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά, όλα με βραχύτατο χρόνο ζωής. Στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»