-
1 ανιστόρησε
ἀ̱νιστόρησε, ἀνιστορέωmake inquiry into: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀνῑστόρησε, ἀνιστορέωmake inquiry into: aor ind act 3rd sgἀνιστορέωmake inquiry into: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἀνιστορέωmake inquiry into: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ἀνιστόρησε
ἀ̱νιστόρησε, ἀνιστορέωmake inquiry into: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀνῑστόρησε, ἀνιστορέωmake inquiry into: aor ind act 3rd sgἀνιστορέωmake inquiry into: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἀνιστορέωmake inquiry into: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
ἀνιστόρησε — ἀ̱νιστόρησε , ἀνιστορέω make inquiry into aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνῑστόρησε , ἀνιστορέω make inquiry into aor ind act 3rd sg ἀνιστορέω make inquiry into aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀνιστορέω make inquiry into aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιστορώ — (AM ἀνιστορῶ) νεοελλ. μσν. διηγούμαι, αφηγούμαι («Έκατσε και του τ ανιστόρησε με το νυ και με το σίγμα» Γ. Βλαχογιάννης) 2. αναπολώ, ανακαλώ στη μνήμη μου («Απόψε τα ματάκια μου έκλαψαν τα καημένα γιατί ανιστορηθήκανε βάσανα περασμένα» δημοτ.)… … Dictionary of Greek
ανιστορώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αφηγούμαι, περιγράφω: Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας ανιστορεί τα δεινά των κατοίκων από την επιδρομή των πειρατών. 2. ζωγραφίζω: Την εκκλησία ανιστόρησε ένας αγιορείτης καλόγερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)