-
1 ἀνθίζω
A strew or deck with flowers, E. Ion 890;κεφαλὴν ῥόδοις Philostr.Im.1.15
(but σκευὴ ἠνθισμένη adorned, embroidered with flowers, ibid.): metaph.,ἀ. τὴν λέξιν D.H.Isoc.13
:—[voice] Med., gather, cull flowers, App.BC4.105.2 colour, dye, stain, [πορφύρα] ἀ. τὴν χεῖρα Arist. HA 547a18
:—[voice] Pass.,ἠνθισμένοι φαρμάκοισι Hdt.1.98
; οὐ γάρ σε μὴ.. γνῶσ'.. ὧδ' ἠνθισμένον thus disguised or with silvered hair, S.El.43; κρέα πυρὸς ἀκμαῖς ἠνθισμένα meat browned at the fire, Epicr.6; οἶνος ἠνθισμένος wine flavoured with flowers, Gal.19.81.3 ἀνθίζουσα, ἡ, a plaster, Id.13.856.
См. также в других словарях:
στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… … Dictionary of Greek
τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… … Dictionary of Greek