Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνθήσει

  • 1 ανθήσει

    ἄνθησις
    flowering: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀνθήσεϊ, ἄνθησις
    flowering: fem dat sg (epic)
    ἄνθησις
    flowering: fem dat sg (attic ionic)
    ἀνατίθημι
    lay upon: fut ind mid 2nd sg
    ἀνατίθημι
    lay upon: fut ind act 3rd sg
    ἀνθέω
    blossom: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀνθέω
    blossom: fut ind mid 2nd sg
    ἀνθέω
    blossom: fut ind act 3rd sg
    ἀ̱νθήσει, ἀνθέω
    blossom: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱νθήσει, ἀνθέω
    blossom: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ανθήσει

  • 2 ἀνθήσει

    ἄνθησις
    flowering: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀνθήσεϊ, ἄνθησις
    flowering: fem dat sg (epic)
    ἄνθησις
    flowering: fem dat sg (attic ionic)
    ἀνατίθημι
    lay upon: fut ind mid 2nd sg
    ἀνατίθημι
    lay upon: fut ind act 3rd sg
    ἀνθέω
    blossom: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀνθέω
    blossom: fut ind mid 2nd sg
    ἀνθέω
    blossom: fut ind act 3rd sg
    ἀ̱νθήσει, ἀνθέω
    blossom: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱νθήσει, ἀνθέω
    blossom: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀνθήσει

  • 3 άνθηση

    [-ις (-εως)], άνθηφορία η
    1) цветение, расцвет; εν πλήρει ανθήσει в полном цвету;

    είμαι σε άνθηση — быть в цвету;

    2) перен. расцвет; процветание

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άνθηση

См. также в других словарях:

  • ἀνθήσει — ἄνθησις flowering fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνθήσεϊ , ἄνθησις flowering fem dat sg (epic) ἄνθησις flowering fem dat sg (attic ionic) ἀνατίθημι lay upon fut ind mid 2nd sg ἀνατίθημι lay upon fut ind act 3rd sg ἀνθέω blossom aor subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …   Dictionary of Greek

  • θηλέω — και δωρ. τ. θαλέω (Α) 1. (για λειμώνες και αγρούς) θάλλω, ανθώ, πρασινίζω (α. «λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον», Ομ. Οδ. β. «θάλησε σελίνοις», «Πίνδ.) 2. μτφ. αυξάνομαι, ευδοκιμώ 3. κάνω κάποιο φυτό να ανθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός… …   Dictionary of Greek

  • λουλουδίζω — και λουλουδιάζω (Μ λουλουδίζω και λουλουδιάζω) 1. βγάζω λουλούδια, ανθίζω, θάλλω 2. γίνομαι όμορφος σαν το λουλούδι νεοελλ. 1. βρίσκομαι σε ανθηρή κατάσταση, ακμάζω 2. κάνω κάτι να ανθήσει, συντελώ στην άνθηση …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Μαυρόπους, Ιωάννης — (11ος αι.). Βυζαντινός λόγιος και ποιητής. Σπούδασε ρητορική, λογική, μεταφυσική, ηθική, μαθηματικά, φυσικά, νομικά, λατινικά. Διακρίθηκε για την ευρυμάθεια και ευφυΐα του καθώς επίσης και για την πολύπλευρη δράση του. Συνέταξε τη Νεαρά, τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χανίων — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Xανίων στεγάζεται στο καθολικό της ενετικής Mονής του Aγίου Φραγκίσκου, το οποίο έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις στη μακραίωνη ιστορία του. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος του Γιουσούφ Πασά …   Dictionary of Greek

  • Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων …   Dictionary of Greek

  • Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»