-
1 ανθήσει
ἄνθησιςflowering: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀνθήσεϊ, ἄνθησιςflowering: fem dat sg (epic)ἄνθησιςflowering: fem dat sg (attic ionic)ἀνατίθημιlay upon: fut ind mid 2nd sgἀνατίθημιlay upon: fut ind act 3rd sgἀνθέωblossom: aor subj act 3rd sg (epic)ἀνθέωblossom: fut ind mid 2nd sgἀνθέωblossom: fut ind act 3rd sgἀ̱νθήσει, ἀνθέωblossom: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀ̱νθήσει, ἀνθέωblossom: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
2 ἀνθήσει
ἄνθησιςflowering: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀνθήσεϊ, ἄνθησιςflowering: fem dat sg (epic)ἄνθησιςflowering: fem dat sg (attic ionic)ἀνατίθημιlay upon: fut ind mid 2nd sgἀνατίθημιlay upon: fut ind act 3rd sgἀνθέωblossom: aor subj act 3rd sg (epic)ἀνθέωblossom: fut ind mid 2nd sgἀνθέωblossom: fut ind act 3rd sgἀ̱νθήσει, ἀνθέωblossom: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀ̱νθήσει, ἀνθέωblossom: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
3 άνθηση
[-ις (-εως)], άνθηφορία η1) цветение, расцвет; εν πλήρει ανθήσει в полном цвету;είμαι σε άνθηση — быть в цвету;
2) перен. расцвет; процветание
См. также в других словарях:
ἀνθήσει — ἄνθησις flowering fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνθήσεϊ , ἄνθησις flowering fem dat sg (epic) ἄνθησις flowering fem dat sg (attic ionic) ἀνατίθημι lay upon fut ind mid 2nd sg ἀνατίθημι lay upon fut ind act 3rd sg ἀνθέω blossom aor subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… … Dictionary of Greek
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek
θηλέω — και δωρ. τ. θαλέω (Α) 1. (για λειμώνες και αγρούς) θάλλω, ανθώ, πρασινίζω (α. «λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον», Ομ. Οδ. β. «θάλησε σελίνοις», «Πίνδ.) 2. μτφ. αυξάνομαι, ευδοκιμώ 3. κάνω κάποιο φυτό να ανθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός… … Dictionary of Greek
λουλουδίζω — και λουλουδιάζω (Μ λουλουδίζω και λουλουδιάζω) 1. βγάζω λουλούδια, ανθίζω, θάλλω 2. γίνομαι όμορφος σαν το λουλούδι νεοελλ. 1. βρίσκομαι σε ανθηρή κατάσταση, ακμάζω 2. κάνω κάτι να ανθήσει, συντελώ στην άνθηση … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Μαυρόπους, Ιωάννης — (11ος αι.). Βυζαντινός λόγιος και ποιητής. Σπούδασε ρητορική, λογική, μεταφυσική, ηθική, μαθηματικά, φυσικά, νομικά, λατινικά. Διακρίθηκε για την ευρυμάθεια και ευφυΐα του καθώς επίσης και για την πολύπλευρη δράση του. Συνέταξε τη Νεαρά, τη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χανίων — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Xανίων στεγάζεται στο καθολικό της ενετικής Mονής του Aγίου Φραγκίσκου, το οποίο έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις στη μακραίωνη ιστορία του. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος του Γιουσούφ Πασά … Dictionary of Greek
Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek