-
1 ανθερικος
-
2 ανθέρικος
-
3 ἀνθέρικος
-
4 ἀνθέρικος
-
5 ἀνθέρικος
ἀνθέρικος, der Getreidehalm; Zwiebelgewächs; der Stengel, bes. des Asphodelos -
6 ἀνθέρικος
ἀνθέρ-ῐκος, ὁ,A flowering stem of asphodel, Thphr.HP7.13.2, cf. Hp. Coac. 491, Hellanic.67 J., Longus1.10; and so prob. ἐξ ἀνθερίκων in Hdt.4.190, which others refer to ἀνθέριξ.2 flower-head of asphodel, Dsc.2.169.II = ἀνθέριξ 1, Sch.Arat.1060.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθέρικος
-
7 ἀνθερίσκος
ἀνθερίσκος, ὁ, = ἀνϑέρικος, B. A. 403, der Stengel des Asphodelos; u. dah. auch Long. 1, 10, nicht zu bezweifeln.
-
8 ανθερίκοιο
-
9 ἀνθερίκοιο
-
10 ανθερίκοισι
-
11 ἀνθερίκοισι
-
12 ανθερίκοισιν
-
13 ἀνθερίκοισιν
-
14 ανθερίκου
-
15 ἀνθερίκου
-
16 ανθερίκους
-
17 ἀνθερίκους
-
18 ανθερίκω
-
19 ἀνθερίκῳ
-
20 ανθερίκωι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανθέρικος — ἀνθέρικος, ο (Α) [αθήρ] 1. ο μίσχος, το κοτσάνι διαφόρων φυτών και ειδικά του ασφόδελου 2. το άνθος, ο καρπός ή το καλάμι του ασφόδελου 3. το φυτό ασφόδελος … Dictionary of Greek
ἀνθέρικος — ἀνθέριξ masc gen sg ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερίκοιο — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερίκοισι — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερίκοισιν — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερίκου — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερίκους — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερίκῳ — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέρικον — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Венечник — лилиаго ( … Википедия
ανθέριξ — ἀνθέριξ, ο (Α) [αθήρ] η άκρη του σταχιού των δημητριακών, ο αθέρας 2. το ίδιο το στάχι 3. ο ανθέρικος … Dictionary of Greek