-
1 ανθρακια
ион. ἀνθρᾰκιή ἥ1) раскаленный уголь, жар Hom., Eur., Arph., Plut.τιθέναι τινὰ ἐπὴ ἀνθρακιῇ и τίθεσθαί τινα ἀνθρακιήν Anth. — жечь кого-л. на медленном огне, перен. заставлять сгорать от любви
2) сажа Anth. -
2 ἀνθρακιά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνθρακιά
-
3 ανθρακιά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανθρακιά
-
4 ανθρακιά
η раскалённые угли, жар -
5 ἀνθρακιά
раскаленный уголь, жар (горящие уголья).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνθρακιά
-
6 ανθρακιη
-
7 439
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 439
См. также в других словарях:
ἀνθρακιά — ἀνθρακιά̱ , ἀνθρακιά burning charcoal fem nom/voc/acc dual ἀνθρακιά̱ , ἀνθρακιά burning charcoal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακία — ἀνθρακίᾱ , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc nom/voc/acc dual ἀνθρακίας burnt to a cinder masc voc sg ἀνθρακίᾱ , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc voc sg (attic) ἀνθρακίᾱ , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc gen sg (doric aeolic) ἀνθρακίας burnt… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακία — Ἀνθρακίᾱ , Ἀνθρακίη fem nom/voc/acc dual Ἀνθρακίᾱ , Ἀνθρακίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακιᾷ — ἀνθρακιά burning charcoal fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 124 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. * * * και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή) 1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα 2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά νεοελλ. η… … Dictionary of Greek
ανθρακιά — η σωρός αναμμένα κάρβουνα, θράκα: Στη φωτογωνιά υπήρχε μια τέτοια ανθρακιά που μπορούσες να ψήσεις και βόδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνθρακιάν — ἀνθρακιά̱ν , ἀνθρακιά burning charcoal fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακιάς — ἀνθρακιά̱ς , ἀνθρακιά burning charcoal fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακίας — Ἀνθρακίᾱς , Ἀνθρακίη fem acc pl Ἀνθρακίᾱς , Ἀνθρακίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακίας — ἀνθρακίᾱς , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc acc pl ἀνθρακίᾱς , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακιαῖς — ἀνθρακιά burning charcoal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)