-
1 ανθρωποκτονος
I.2убивающий людей, человекоубийца Eur.ἀ. χρησμός Plut. — оракул, повелевающий человекоубийство
II.2состоящий из мяса убитых людей(βορά Eur.)
-
2 ἀνθρωποκτόνος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνθρωποκτόνος
-
3 ανθρωποκτόνος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανθρωποκτόνος
-
4 ανθρωποκτόνος
ος, ον 1.1) убивающий, умерщвляющий человека (об убийце) 2) убийственный, смертоносный 2. (ο) человекоубийца; душегуб (прост.) -
5 ἀνθρωποκτόνος
убивающий людей; как сущ. человекоубийца; син. (σικάριος), (φονεύς).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνθρωποκτόνος
-
6 ἀνθρωποκτόνος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνθρωποκτόνος
-
7 σικάριος
убийца, разбойник; син. ἀνθρωποκτόνος, φονεύς.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σικάριος
-
8 φονεύς
убийца; син. ἀνθρωποκτόνος, σικάριος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φονεύς
-
9 443
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 443
-
10 4607
{сущ., 1}убийца, разбойник.Синонимы: 443 ( ἀνθρωποκτόνος), 5406 ( φονεύς).Ссылки: Деян. 21:38.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4607
-
11 σικάριος
{сущ., 1}убийца, разбойник.Синонимы: 443 ( ἀνθρωποκτόνος), 5406 ( φονεύς).Ссылки: Деян. 21:38.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σικάριος
-
12 σικάριος
{сущ., 1}убийца, разбойник.Синонимы: 443 ( ἀνθρωποκτόνος), 5406 ( φονεύς).Ссылки: Деян. 21:38.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σικάριος
-
13 5406
{сущ., 7}Синонимы: 443 ( ἀνθρωποκτόνος), 4607 ( σικάριος).Ссылки: Мф. 22:7; Деян. 3:14; 7:52; 28:4; 1Пет. 4:15; Откр. 21:8; 22:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5406
-
14 φονεύς
{сущ., 7}Синонимы: 443 ( ἀνθρωποκτόνος), 4607 ( σικάριος).Ссылки: Мф. 22:7; Деян. 3:14; 7:52; 28:4; 1Пет. 4:15; Откр. 21:8; 22:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φονεύς
-
15 φονεύς
{сущ., 7}Синонимы: 443 ( ἀνθρωποκτόνος), 4607 ( σικάριος).Ссылки: Мф. 22:7; Деян. 3:14; 7:52; 28:4; 1Пет. 4:15; Откр. 21:8; 22:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φονεύς
См. также в других словарях:
ανθρωποκτόνος, -α — και ος, ο 1. (για ανθρώπους), αυτός που σκότωσε άνθρωπο: Ο ανθρωποκτόνος πιάστηκε αμέσως. 2. (για πράγματα), αυτός που προξένησε το θάνατο ανθρώπου ή ανθρώπων: Στο δικαστήριο είχε προσκομιστεί και το ανθρωποκτόνο ξίφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνθρωποκτόνος — murdering men masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπόκτονος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωποκτόνος — (I) ἀνθρωποκτόνος, ον (Α) «ἀνθρωποκτόνος βορά» (Ευριπ.) το να σκοτώνει κανείς ανθρώπους και να τους τρώει. (II) α, ο (AM ἀνθρωποκτόνος, ον) αυτός που φονεύει, που σκοτώνει ανθρώπους, δολοφόνος νεοελλ. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί τον θάνατο… … Dictionary of Greek
ἀνθρωποκτόνοις — ἀνθρωπόκτονος masc/fem/neut dat pl ἀνθρωποκτόνος murdering men masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωποκτόνον — ἀνθρωποκτόνος murdering men masc/fem acc sg ἀνθρωποκτόνος murdering men neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωποκτόνου — ἀνθρωπόκτονος masc/fem/neut gen sg ἀνθρωποκτόνος murdering men masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωποκτόνους — ἀνθρωπόκτονος masc/fem acc pl ἀνθρωποκτόνος murdering men masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωποκτόνων — ἀνθρωπόκτονος masc/fem/neut gen pl ἀνθρωποκτόνος murdering men masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωποκτόνῳ — ἀνθρωπόκτονος masc/fem/neut dat sg ἀνθρωποκτόνος murdering men masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωποκτόνοι — ἀνθρωποκτόνος murdering men masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)