-
1 ἀνθρωπορραίστης
A man-destroyer, Drawcansir, a comedy of Strattis.II title of Dionysus at Tenedos, Ael.NA12.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπορραίστης
См. также в других словарях:
λυκορραίστης — λυκορραίστης, ὁ (Α) αυτός που εξολοθρεύει λύκους, λυκοκτόνος («λυκορραῑσται κύνες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ρραίστης (< ῥαίω «συντρίβω») πρβλ. ανθρωπο ρραίστης, βου ρραίστης] … Dictionary of Greek
πολυρραίστης — ὁ, Α αυτός που καταστρέφει πολλούς, που φονεύει πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ρραίστης (< ῥαίω «συνθλίβω»), πρβλ. ανθρωπο ρραίστης] … Dictionary of Greek