-
1 ανθρωποθυσια
-
2 ανθρωποθυσία
η принесение в жертву людей, человеческая жертва -
3 ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωπο-θῠσία, ἡ,A human sacrifice, ib.857a, al.: in pl., ib.417c, Str.4.4.5, Pallasap.Porph.Abst. 2.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωποθυσία
-
4 ἀνθρωποθυσία
-
5 ανθρωποθυσίας
ἀνθρωποθυσίᾱς, ἀνθρωποθυσίαhuman sacrifice: fem acc plἀνθρωποθυσίᾱς, ἀνθρωποθυσίαhuman sacrifice: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἀνθρωποθυσίας
ἀνθρωποθυσίᾱς, ἀνθρωποθυσίαhuman sacrifice: fem acc plἀνθρωποθυσίᾱς, ἀνθρωποθυσίαhuman sacrifice: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ανθρωποθυσίαι
ἀνθρωποθυσίαhuman sacrifice: fem nom /voc plἀνθρωποθυσίᾱͅ, ἀνθρωποθυσίαhuman sacrifice: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 ἀνθρωποθυσίαι
ἀνθρωποθυσίαhuman sacrifice: fem nom /voc plἀνθρωποθυσίᾱͅ, ἀνθρωποθυσίαhuman sacrifice: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 ανθρωποθυσιών
-
10 ἀνθρωποθυσιῶν
-
11 ανθρωποθυσίαις
-
12 ἀνθρωποθυσίαις
См. также в других словарях:
ανθρωποθυσία — Πανάρχαιο έθιμο προσφοράς ανθρώπων στους θεούς. Συνηθιζόταν από τους περισσότερους λαούς και βασιζόταν στις διάφορες δοξασίες και δεισιδαιμονίες τους, και κυρίως στην πίστη τους ότι ο άνθρωπος εξαρτάται από κάποια ανώτερη δύναμη. Οι α. γίνονταν… … Dictionary of Greek
ανθρωποθυσία — η θυσία με θύμα άνθρωπο: Οι ανθρωποθυσίες ήταν κάτι το συνηθισμένο στα προϊστορικά χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνθρωποθυσίας — ἀνθρωποθυσίᾱς , ἀνθρωποθυσία human sacrifice fem acc pl ἀνθρωποθυσίᾱς , ἀνθρωποθυσία human sacrifice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωποθυσίαι — ἀνθρωποθυσία human sacrifice fem nom/voc pl ἀνθρωποθυσίᾱͅ , ἀνθρωποθυσία human sacrifice fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωποθυσιῶν — ἀνθρωποθυσία human sacrifice fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωποθυσίαις — ἀνθρωποθυσία human sacrifice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VIMEN — ex vico vel vincio, quasi Vincimen, olim, cannabis usu nondum cognitô, funibus contexendis inserviebat. Inde est apud Calpurnium, Eclog. 3. Quod si dura times etiam nunc verbera Phylli, Tradimus ecce manus, licet illae Vimine tortô Scilice, et… … Hofmann J. Lexicon universale
Ορθία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… … Dictionary of Greek
ανθρωποκτονώ — ἀνθρωποκτονῶ ( έω) (Α) 1. σκοτώνω ή δολοφονώ ανθρώπους 2. κάνω ανθρωποθυσία … Dictionary of Greek
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
όρθια — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… … Dictionary of Greek