-
1 ανθρωπικής
-
2 ἀνθρωπικῆς
-
3 ανθρωπίκης
-
4 ἀνθρωπίκης
См. также в других словарях:
ἀνθρωπικῆς — ἀνθρωπικός human fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπίκης — ἀ̱νθρωπίκης , ἀνθρωπίζω act like a man plup ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)