-
1 ανθρωπειως
-
2 ανθρωπικως
Plut., Luc. = ἀνθρωπείως См. ανθρωπειως -
3 ανθρωπινως
Thuc., Plat., Dem., Men., Plut., Diod. = ἀνθρωπείως См. ανθρωπειως
См. также в других словарях:
ἀνθρωπείως — ἀνθρώπειος human adverbial ἀνθρώπειος human masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)