-
1 ανθρηνιωδης
См. также в других словарях:
ανθρηνιώδης — ἀνθρηνιώδης ( ους), ες (Α) [ανθρήνιον] αυτός που μοιάζει με κερήθρα … Dictionary of Greek
1 ανθρηνιωδης
ανθρηνιώδης — ἀνθρηνιώδης ( ους), ες (Α) [ανθρήνιον] αυτός που μοιάζει με κερήθρα … Dictionary of Greek