-
1 ἀνθο-φυής
-
2 ἀνθοφυής
ἀνθο-φυής, von Blumennatur, bunt
См. также в других словарях:
ορνιθοφυής — ὀρνιθοφυής, ές (Α) αυτός που έχει το σχήμα ή τη φωνή όρνιθας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + φυής (< φύομαι), πρβλ. ανθο φυής] … Dictionary of Greek
πτεροφυής — ές, Α αυτός που βγάζει φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ἀνθο φυής] … Dictionary of Greek