-
1 ἀνθοδόκος
ἀνθο-δόκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθοδόκος
См. также в других словарях:
θυοδόκος — θυοδόκος, ον (Α) (για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που είναι γεμάτος θυμιάματα, ο ευώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος* + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ανθο δόκος, οινο δόκος) … Dictionary of Greek