-
1 ανθοκάρηνοι
-
2 ἀνθοκάρηνοι
См. также в других словарях:
ἀνθοκάρηνοι — ἀνθοκάρηνος crowned with flowers masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανθοκάρηνοι
2 ἀνθοκάρηνοι
ἀνθοκάρηνοι — ἀνθοκάρηνος crowned with flowers masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)