Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνθεμώδης

См. также в других словарях:

  • ἀνθεμώδης — flowery masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀνθεμώδης flowery masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀνθεμώδης flowery masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθεμώδης — ἀνθεμώδης, ες (Α) ο γεμάτος λουλούδια, ανθηρός, λουλουδάτος …   Dictionary of Greek

  • ἀνθεμώδη — ἀνθεμώδης flowery neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνθεμώδης flowery masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνθεμώδης flowery masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεμώδεα — ἀνθεμώδης flowery neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀνθεμώδης flowery masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεμώδεις — ἀνθεμώδης flowery masc/fem acc pl ἀνθεμώδης flowery masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεμώδους — ἀνθεμώδης flowery masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθεμον — ἄνθεμον, το (Α) 1. άνθος, λουλούδι 2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς 3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. με τον τ. «άν θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»