-
1 ανηρίναστος
-
2 ἀνηρίναστος
-
3 ἀνηρίναστος
ἀνηρίναστος, ον,A = ἀνερίναστος, Hsch. [full] ἀνήριστα· ἀνέριστα, ἄπλαστα, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνηρίναστος
-
4 ἀνηρίναστος
ἀν-ερίναστος u. ἀνηρίναστος, nicht durch Kunst zur Reise gebracht -
5 ἀν-ερίναστος
ἀν-ερίναστος, auch ἀνηρίναστος geschr., nicht durch Kunst zur Reise gebracht, σῦκα Theophr., v. l. von folgd.
-
6 ἀνερίναστος
A not ripened by caprification, of figs, Thphr.HP 2.8.3, CP2.9.12, Suid.; cf. ἀνηρίναστος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνερίναστος
-
7 ἀνερίναστος
ἀν-ερίναστος u. ἀνηρίναστος, nicht durch Kunst zur Reise gebracht
См. также в других словарях:
ἀνηρίναστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)