Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνηλεῆ

  • 1 ανηλεή

    ἀνηλεής
    without pity: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ἀνηλεής
    without pity: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἀνηλεής
    without pity: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ανηλεή

  • 2 ἀνηλεῆ

    ἀνηλεής
    without pity: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ἀνηλεής
    without pity: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἀνηλεής
    without pity: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ἀνηλεῆ

См. также в других словарях:

  • ἀνηλεῆ — ἀνηλεής without pity neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνηλεής without pity masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνηλεής without pity masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηλεής — και νηλής και επικ. τ. νηλειής, ές (Α) 1. ανηλεής, σκληρός, άσπλαχνος 2. (με παθ. σημ.) αυτός τον οποίο κανείς δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... σῶμα», Σοφ.) 3. φρ. «νηλεὲς ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου. επίρρ... νηλεώς και επικ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • νηλεόθυμος — νηλεόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ανήλεη ψυχή, σκληρός, άσπλαχνος («νηλεόθυμος χάρων», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + θυμός (πρβλ. κακό θυμος, μεγαλό θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • σκληρύνω — ΝΜΑ, και σκληραίνω Ν [σκληρός] 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον σκληρό, σκληραίνω 2. κάνω κάποιον ή κάτι σκληρότερο από ό,τι ήταν προηγουμένως αρχ. 1. παθ. σκληρύνομαι μτφ. γίνομαι αδιάλλακτος, άκαμπτος, ανυποχώρητος, πείσμονας 2. φρ. «σκληρύνω τὴν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»