-
1 ανηλεγής
-
2 ἀνηλεγής
-
3 ἀνηλεγής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνηλεγής
-
4 ανηλεγές
-
5 ἀνηλεγές
-
6 ανηλεγέος
-
7 ἀνηλεγέος
-
8 ανηλεγέως
-
9 ἀνηλεγέως
-
10 νηλεγής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νηλεγής
-
11 ἀπηλεγέως
ἀπηλεγ-έως, Adv.A without caring for anything, outright, bluntly, Hom. only in phraseμῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν Il.9.309
, Od.1.373;ἀ. πεπύθοιτο A.R.4.1469
; straightforwards, without looking about,Id.
1.785; sternly, 4.687; prob.f.l. for ἀνηλ-, Q.S.1.226:—also [full] ἀπηλεγές, Nic.Th. 495, Opp.C.2.510. (From ἀλέγω, like νηλεγής, ἀνηλεγής.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπηλεγέως
См. также в других словарях:
ανηλεγής — ἀνηλεγής, ές (Α) άπονος, σκληρός … Dictionary of Greek
ἀνηλεγής — unconcerned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλεγές — ἀνηλεγής unconcerned masc/fem voc sg ἀνηλεγής unconcerned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλεγέος — ἀνηλεγής unconcerned masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλεγέως — ἀνηλεγής unconcerned adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
αλέγω — ἀλέγω (Α) 1. φροντίζω, μεριμνώ, απασχολούμαι, με μέλει για κάτι, νοιάζομαι για κάτι 2. προσέχω, εκτιμώ, σέβομαι 3. συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική κυρίως λέξη, που απαντά μόνο σε χρόνο ενεστώτα και χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
τανηλεγής — ές, ΜΑ μσν. φρ. «τανηλεγὴς ὕπνος» ο θάνατος (Νικ. Χων.) αρχ. (για τον θάνατο) αυτός που προκαλεί πολλά μοιρολόγια ή, κατ άλλους, ο πολύ οδυνηρός. επίρρ... τανηλεγέως Α με πολλά μοιρολόγια ή με πολύ ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μαρτυρείται μόνο… … Dictionary of Greek