1 ανηκοως
ἀστρολογίας μέ ἀ. ἔχων Plut. — знакомый с астрономией
Древнегреческо-русский словарь > ανηκοως
ανηκόως — ἀνηκόως επίρρ. (Α) φρ. 1. «ἀνηκόως ἔχω τινός» αγνοώ κάτι 2. «ἀνηκόως ἔχω εἴς τι» δεν έχω ακούσει ποτέ μου κάτι … Dictionary of Greek
ἀνηκόως — ἀνήκοος without hearing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)