-
1 ἀνηκουστέω
A to be unwilling to hear, disobey, c. gen.,οὐδ' ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησε Il.15.236
;τῶν πατρὸς λόγων A.Pr.40
;τῶν νόμων Th.1.84
: c. dat.,ἀ. τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.14
: also abs., 1.115, Aen.Tact.10.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνηκουστέω
-
2 ἀνηκουστία
A want of hearing, deafness, Hp. Morb.3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνηκουστία
-
3 ἀνήκουστος
ἀνήκουστ-ος, ον,3 of prayers, not to be granted, Antiph01.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνήκουστος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский